- θλαστικος
- θλαστικός3могущий раздавить, мнущий
(πᾶσα πληγέ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πᾶσα πληγέ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θλαστικός — ή, ό (Α θλαστικός, ή, όν) αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ ης ή θλαστ ός] … Dictionary of Greek
θλαστικός — ή, ό κατάλληλος να προκαλέσει θλάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλαστικόν — θλαστικός able to crush masc acc sg θλαστικός able to crush neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)